ἐνέχυρον

ἐνέχυρον
ἐνέχῠρ-ον, τό, ([etym.] ἐχυρός)
A pledge, security, ἐ. ἀποδεικνύναι and ὑποτιθέναι to offer a pledge, Hdt.2.136;

ἐνέχυρα ἀποδιδόναι And.1.39

; λαμβάνειν ibid., X.An.7.6.23;

ἐνέχυρα βίᾳ φέρειν Antipho 6.11

;

ἐνέχυρον φέρειν τῶν γειτόνων Hermipp.29

;

τὰ ἐ. τινων PHib.1.46

(iii B.C.), etc.; ἐ. τιθέναι τι make a thing a pledge, put it in pawn, Ar.Pl.451, cf. Ec.755;

ἐ. κεῖται Pl.Lg.820e

; ἐπ' ἐνεχύρῳ δοῦναι give on security, D.49.2;

ἐπ' ἐνεχύροις δανείζειν Ph.1.634

; ἐκ τῶν ἐ. τῶν ὠφληκότων τὴν δίκην from the forfeited pledges, IG2.814a A26 (iv B.C.): metaph. in pl., hostages, of wives and children, Aen. Tact.5.1, cf. Ph.1.323 (sg.).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ἐνέχυρον — pledge neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐνεχύροις — ἐνέχυρον pledge neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐνεχύρου — ἐνέχυρον pledge neut gen sg ἐνεχυρόω pledge pres imperat act 2nd sg ἐνεχυρόω pledge imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐνεχύρων — ἐνέχυρον pledge neut gen pl ἐνεχυρόω pledge imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) ἐνεχυρόω pledge imperf ind act 1st sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐνεχύρῳ — ἐνέχυρον pledge neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐνέχυρα — ἐνέχυρον pledge neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -υρός — μόρφημα τής Αρχαίας Ελληνικής με υγρό σύμφωνο ρ και φωνηεντισμό υ από θέματα με χαρακτήρα υ (πρβλ. γλάφυ: γλαφ υ ρός, λιγύς: λιγ υ ρός). Το μόρφημα συνδέεται με τα: αρός, ερός*, ηρός και ανάγεται στην Ινδοευρωπαϊκή. Εν αντιθέσει, ωστόσο, με τα… …   Dictionary of Greek

  • ενέχυρο — Παρεπόμενο εμπράγματο δικαίωμα, το οποίο αποβλέπει στην εξασφάλιση μιας απαίτησης (που μπορεί να είναι και μελλοντική ή υπό αίρεση) καθώς και των τόκων, της ποινικής ρήτρας, των δαπανών κλπ., που προκύπτουν από την απαίτηση αυτή. Ε. μπορεί να… …   Dictionary of Greek

  • ενεχυράζω — ἐνεχυράζω (Α) [ενέχυρον] 1. παίρνω ως ενέχυρο («μήτε ἐνεχυράσαι μήτε λαμβάνειν ἕτερον ἑτέρου», Δημ.) 2. μέσ. παίρνω ασφάλεια, ασφαλίζομαι για κάτι («χἄτεροι τόκου ἐνεχυράσασθαί φασιν», Αριστοφ.) 3. παθ. φρ. «ένεχυράζομαι τά χρήματα» μού παίρνουν… …   Dictionary of Greek

  • ενεχυρώ — ἐνεχυρῶ, όω (Α) [ενέχυρον] βάζω σε ενέχυρο (βλ. ενεχυράζω και ενεχυριάζω) …   Dictionary of Greek

  • ενεχύριος — ἐνεχύριος, ον και ενεχυριμαῑος, α, ον (Α) [ενέχυρον] 1. αυτός που δίδεται ή λαμβάνεται ως ενέχυρο 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐνεχύριον ή τὸ ἐνεχυριμαῑον το ενέχυρο …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”